γυμνήτης

γυμνήτης
γυμνήτης, ο (θηλ. γυμνῆτις, -ιδος, η) (Α)
1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος
2. γυμνός, γυμνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του γυμνής με το επίθημα -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυμνήτης — naked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτης ή γυμνίτης — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα ο στρατιώτης με ελαφρύ οπλισμό, δηλαδή με ακόντιο, τόξα και σφενδόνες χωρίς ασπίδες ή άλλα βαρύτερα όπλα. Οι γ. ονομάζονταν και ψιλοί, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ήταν εθελοντές …   Dictionary of Greek

  • γυμνητῶν — γυμνήτης naked masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτην — γυμνήτης naked masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνῆτα — γυμνής light armed foot soldier masc acc sg γυμνήτης naked masc voc sg γυμνήτης naked masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτας — γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc acc pl γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτις — η βλ. γυμνήτης …   Dictionary of Greek

  • γυμνῆται — γυμνάζω train naked fut ind mid 3rd sg (doric) γυμνήτης naked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”